- πυρητόκος
- πῠρητόκος, ον, ([etym.] πῦρ)A producing fire, AP6.90 (Phil., dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρητόκος — ον Α αυτός που παράγει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. υγρο τόκος] … Dictionary of Greek